- πεντάκλωνος
- πεντάκλωστος, η , ο скрученный из пяти волокон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάκλωστος — και πεντάκλωνος, η, ο (για νήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κλωστή / κλώνος. Ο τ. πεντάκλωνος μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] … Dictionary of Greek
πεντάκλωστος — πεντάκλωστος, η, ο και πεντάκλωνος, η, ο αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές: Πεντάκλωνο νήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)